προυπηλάκισεν

προυπηλάκισεν
προεπηλάκισεν , προπηλακίζω
bespatter with mud
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προὐπηλάκισεν — προεπηλάκισεν , προπηλακίζω bespatter with mud aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρασις — άσεως, ἡ, Α [πειρώ / πειρώμαι] 1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση 2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”